- ηλεκτρεγερτικός
- η , ό[ν] электродвижущий;
ηλεκτρεγερτική δύναμη — электродвижущая сила
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλεκτρεγερτική δύναμη — электродвижущая сила
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλεκτρεγερτικός — ή, ό (ηλεκτρ.) 1. αυτός που προκαλεί την κίνηση τού ηλεκτρισμού 2. αυτός που υπό την επίδραση μιας μηχανικής ή χημικής δράσης αναπτύσσει τον ηλεκτρισμό 3. ο σχετιζόμενος με τον παραγόμενο ηλεκτρισμό 4. «ηλεκτρεγερτική δύναμη» η ιδανική ηλεκτρική… … Dictionary of Greek
ηλεκτρεγερτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί κίνηση ηλεκτρικού φορτίου: Ηλεκτρεγερτική δύναμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… … Dictionary of Greek